έστωρ

έστωρ
(I)
(Α ἕστωρ, ὁ)
νεοελλ.
μεταλλικό τεμάχιο κυλινδρικό ή κολουροκωνικό που χρησιμεύει ως πόλος για την περιστροφή τού κιλλίβαντα τών βαρέων πυροβόλων
αρχ.
πάσσαλος στο άκρο τού ρυμού τού ζυγού, ο οποίος φέρει δύο κρίκους απ' όπου διέρχονται τα εσωτερικά ηνία («ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλον» — έβαλαν τον κρίκο πάνω στον πάσσαλο τον μπηγμένο στο άκρο τού ρυμού, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ανάγεται πιθανώς στην ΙΕ ρίζα *wers- «υπερυψωμένος τόπος» με επίθημα *-tor- (> αρχ. ελλ. -τωρ*) οπότε συνδέεται με το αρχ. ινδ. vars-man «γήλοφος, ύψωμα». Η ύπαρξη παράλληλου τ. έκτωρ οδήγησε άλλους στον συσχετισμό με το ρ. έχω: σχειν > *έσχτωρ > έστωρ και έκτωρ. Ξενίζει πάντως το επίθημα -τωρ* σε ονομασία αντικειμένου όπου θα περίμενε κανείς το -τηρ*].
————————
(II)
ἕστωρ, (Α)
επιγρ. ο ιδρυτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έζομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἕστωρ — peg at the end of the pole masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕστορα — ἕστωρ peg at the end of the pole masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕστορι — ἕστωρ peg at the end of the pole masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕστορος — ἕστωρ peg at the end of the pole masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕστορσιν — ἕστωρ peg at the end of the pole masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Demetris Th. Gotsis — (Greek: Δημήτρης Θ. Γκότσης) is a Greek poet and author residing in Cyprus. He was born on October 26, 1945 in Thessaloniki, Greece. He studied Medicine at the Aristotle University of Thessaloniki and received musical education since his parents… …   Wikipedia

  • εστεροδόκη — η θήκη, υποδοχή στην οποία προσαρμόζεται και στερεώνεται ο έστωρ* …   Dictionary of Greek

  • ρήγλα — η / ῥήγλα, ΝΜΑ, και ρίγλα Ν 1. ράβδος με την οποία ισιώνουν την επιφάνεια τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών 2. χάρακας, κανόνας νεοελλ. η ρίγα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥήγλαι σίδηρα ὡς ῥάβδοι» 2. ο έστωρ* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regula… …   Dictionary of Greek

  • ύσσακος — Α (κατά τον Φώτ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕσσακος, ὑστακός, ὕσταξ είναι όροι τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζουν επίθημα ακος (πρβλ. λιθ ακός, τριβ ακός) και αξ (πρβλ. κάμ αξ, λίθ αξ) αντίστοιχα. Η σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”